Έξαρχος, Θεόδωρος

Έξαρχος, Θεόδωρος
(Κέρκυρα 1930 –). Ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία άρθρωση και εκφορά λόγου που διαθέτει του επέτρεψαν να ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με το ραδιόφωνο. Το 1951 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι με το έργο Βροχή. Είχε την ικανότητα να συμμετέχει σε κλασικά δράματα, όπως ο Χορός του θανάτου του Στρίνμπεργκ, και σε κωμωδίες, όπως το Ου κλέψεις, και παρότι ήταν κυρίως ηθοποιός της σκηνής συμμετείχε σε περισσότερες από 40 ταινίες και στον κινηματογράφο. Εμφανίστηκε και στην τηλεόραση σε μεγάλες επιτυχίες όπως: Άγνωστος πόλεμος, Δίκαιος, Γιούγκερμαν, Εν Αθήναις. Στον κινηματογράφο, χαρακτηριστικοί ήταν οι ρόλοι του στις ταινίες: Είμαι αθώος (1960), Ταξίδι (1962), Λόλα (1964), Πυρετός στην άσφαλτο (1967), Κοινωνία ώρα μηδέν (1966), Μαντώ Μαυρογένους (1971), Θεόφιλος (1987). O ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων Θεόδωρος Έξαρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοράκης — Επώνυμο οικογένειας αρχόντων της Μάνης. 1. Αντώνιος ή Αντώνμπεης (Μάνη 1757 – Μιστράς 1821). Διορίστηκε μπέης της Μάνης (1803 10) και κατόρθωσε να επιβάλει την τάξη, σε συνεργασία με την οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων και άλλων ισχυρών οικογενειών …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Λαζική — Ιστορική γεωγραφική περιοχή στο βορειοανατολικό τμήμα της Τουρκίας, στις πλαγιές των ορέων του ανατολικού Πόντου, προς τις ακτές της Μαύρης θάλασσας. Η περιοχή ονομάζεται και Λαζία ή Λαζιστάν. Το κλίμα της είναι υποτροπικό, με έντονη υγρασία σε… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”